εποψιος

εποψιος
    ἐπόψιος
    ἐπ-όψιος
    3
    1) находящийся на виду, отовсюду видимый
    

(τόπος Soph.)

    2) знаменитый, славный
    

(ὅ βωμὸς Δέλφειος или Δέλφιος = Δελφικός HH.)

    3) всевидящий
    

(θεοί Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εποψιος" в других словарях:

  • επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Ἐπόψιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψιος — ἔποψις view over fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπόψιος full in view masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψιον — ἐπόψιος full in view masc/fem acc sg ἐπόψιος full in view neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐποψίου — Ἐπόψιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποψίου — ἐπόψιος full in view masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπόψιοι — Ἐπόψιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψιοι — ἐπόψιος full in view masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπόψιον — Ἐπόψιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπόψιος — ον, Α αυτός που βλέπει, που παρατηρεί τα πάντα, πανεπίσκοπος*, πανεπόπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπόψιος «φανερός, επόπτης» (< ἐφορῶ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»